- στάλικι
- στάλιξstake to which nets are fastenedfem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σταλίκι — το, Ν 1. μακρόστενο ξύλινο κοντάρι για την καθοδήγηση τής βάρκας σε αβαθή νερά 2. πάσσαλος ή μακρόστενη πέτρα που τοποθετείται ως ορόσημο. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού αρχ. στάλιξ*, ικος «πάσσαλος»] … Dictionary of Greek
σταλίκι — το κοντάρι για την καθοδήγηση της βάρκας στα ρηχά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λίκι — και ιλίκι και ίκι κατάλ. αφηρημένων ουσ. τής Νεοελληνικής που δηλώνουν ιδιότητα συχνά με μειωτική σημασιολογική χροιά. Η κατάλ. προήλθε από δάνεια από την Τουρκική (κατάλ. lik), π.χ. μερακ λίκι. Η κατάλ. εμφανίζεται σπανιότερα και με τη μορφή ίκι … Dictionary of Greek
σταλικοποδιάζω — Ν κουράζομαι από την ορθοστασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταλίκι + πόδι + κατάλ. ιάζω] … Dictionary of Greek
σταλικώνω — Ν [σταλίκι] τοποθετώ σταλίκια, βάζω ορόσημα … Dictionary of Greek